Πάνω από 20 πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες από τις αυτόνομες περιοχές της Ανατολικής Ουκρανίας, του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, θα μπουν στις μαύρες λίστες της ΕΕ. Το σημαντικότερο είναι πως, κατά πληροφορίες, δεν θα υπάρξουν νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας.

Η ΕΕ ετοιμάζει την επιβολή κυρώσεων σε βάρος 20 πολιτικών και στρατιωτικών οι οποίοι συμμετείχαν στις εκλογές που διεξήχθησαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ. Η Μόσχα θεωρεί θετικό μήνυμα ότι η Ευρώπη δεν προχώρησε σε νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας.

Η γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, δήλωσε την Τρίτη ότι οι υπουργοί Εξωτερικών των χωρών της ΕΕ θα εξετάσουν την υιοθέτηση μιας σειράς κυρώσεων ως απάντηση στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 2 Νοεμβρίου στις περιφέρειες Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ. Οι Βρυξέλλες θεωρούν ότι οι εκλογές στις αυτοανακηρυχθείσες Δημοκρατίες είναι αντίθετες με τα συμφωνηθέντα στο Μινσκ και οδήγησαν την κρίση στην Ουκρανία στο στάδιο της «παγωμένης» σύγκρουσης. Σύμφωνα με πληροφορίες, λοιπόν, περισσότεροι από 20 πολιτικοί και στρατιωτικοί που συμμετείχαν στις εκλογές στην περιοχή, θα μπουν στις μαύρες λίστες της ΕΕ.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της ρωσικής εφημερίδας Kommersant που επικαλείται πηγή της στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, η Ευρώπη δεν θα επιβάλλει νέες οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία και σκοπεύει μόνο να διευρύνει τις μαύρες λίστες των ανεπιθύμητων προσώπων στο έδαφός της. «Για την έγκριση νέων οικονομικών κυρώσεων –αναφέρει η εφημερίδα- είναι αναγκαία η συναίνεση και των 28 χωρών της ΕΕ, κάτι που αυτή τη στιγμή δεν είναι ρεαλιστικό, καθώς σοβαρές διαφωνίες είχαν ανακύψει ήδη από τη συμφωνία του προηγούμενου πακέτου κυρώσεων (σ.σ. εγκρίθηκε το Σεπτέμβριο). Γι’ αυτό άλλωστε η ρωσική ηγεσία δεν αναγνώρισε επίσημα τα αποτελέσματα των εκλογών της 2 Νοεμβρίου, κάνοντας λόγο μόνο για “σεβασμό” της επιλογής των πολιτών (σ.σ. στις αυτοανακηρυχθείσες Δημοκρατίες)».

Η θέση της Μόσχας

 Το Κρεμλίνο εκτιμά ως «θετικό μήνυμα» την υποχώρηση της ΕΕ από την πολιτική των κυρώσεων. Η πρόεδρος της Άνω Βουλής της Ρωσίας, Βαλεντίνα Ματβιένκο, εξέφρασε την άποψη ότι η δήλωση της Μέρκελ είναι ένα θετικό σημάδι που δείχνει ότι είναι καιρός να σταματήσει η αντιπαράθεση και οι προσπάθειες απομόνωσης της Ρωσίας. Μια πολιτική, εξάλλου, που δεν έχει νόημα και δεν προσφέρει κανένα αποτέλεσμα, παρά μόνο επιδεινώνει την ένταση. Σύμφωνα με την ίδια, Ρωσία, ΗΠΑ και ΕΕ πρέπει να επικεντρωθούν στην κοινή αντιμετώπιση των προκλήσεων στην παγκόσμια πολιτική.

«Καμιά χώρα -τόνισε η Ματβιένκο- δεν μπορεί από μόνη της να το αντιμετωπίσει αυτό. Πρόκειται για υψηλότερες αξίες απ’ ότι η ανταλλαγή κατηγοριών, απειλών ή κυρώσεων. Κάτι τέτοιο δεν είναι αντάξιο του επιπέδου τέτοιων κρατών. Ελπίζουμε πως όχι μόνο δεν θα υπάρξουν νέες κυρώσεις, αλλά ότι με τον καιρό θα αρθούν και θα καθιερωθεί ένας πραγματικός διάλογος όπου θα λαμβάνονται υπόψιν τα συμφέροντα όλων των πλευρών».

Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, κάλεσε και αυτός τις χώρες της Δύσης να απόσχουν από βίαιες και από οικονομικές μεθόδους επίλυσης των προβλημάτων. «Δεν πρέπει να ικανοποιηθούν οι ιδιοτροπίες και οι ιδέες που κυοφορούνται στο Κίεβο, και συγκεκριμένα αυτές που σχετίζονται με την επιστροφή στις βίαιες μεθόδους επίλυσης της κρίσης», είπε. Και πρόσθεσε: «Αντίθετα, οι θερμοκέφαλοι θα πρέπει να παραιτηθούν από ανάλογες σκέψεις και να υπάρξει συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που ανέλαβε η ηγεσία του Κιέβου στα πλαίσια της πολιτικής διευθέτησης της κρίσης».

Το προηγούμενο της Γεωργίας

Ένα από τα πιο διακεκριμένα επιστημονικά μέλη της Ανώτατης Οικονομικής Σχολής, Αντρέι Ζούζνταλντσεφ, ανέφερε στη RBTH ότι η ρωσική πλευρά εξέφρασε το σεβασμό της για το γεγονός της διεξαγωγής των εκλογών στο Ντονμπάς, και συνέκρινε την κατάσταση που έχει προκύψει με εκείνη στα μέσα της δεκαετίας του ΄90, όταν η Ρωσία είχε υποστηρίξει την ακεραιότητα της Γεωργίας. Στη Μόσχα -είπε- καταλάβαιναν πολύ καλά ότι η Τιφλίδα δεν ελέγχει την Αμπχαζία και Νότια Οσετία, και όταν ο Σαακασβίλι επιχείρησε να ανακτήσει τον έλεγχο στην περιοχή με στρατιωτικά μέσα, τότε το Κρεμλίνο αποφάσισε να στείλει ειρηνευτικές δυνάμεις και να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία των Δημοκρατιών.

Ο Σούζνταλτσεφ πιστεύει ότι η Μόσχα απέκτησε ένα ισχυρό όπλο πολιτικής πίεσης προς το Κίεβο και διατηρεί τη δυνατότητα, ανάλογα με τις εξελίξεις, να αναγνωρίσει τα αποτελέσματα των εκλογών στις ΛΔ Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ. Κάτι που έμμεσα θα σημαίνει την αναγνώριση της ανεξαρτησίας τους. Ο ειδικός πρόσθεσε ότι η Ρωσία θα συνεχίσει τη συνεργασία με τις αυτοανακηρυχθείσες Δημοκρατίες της Νοτιοανατολικής Ουκρανίας αποκλειστικά στα πλαίσια των συμφωνιών που επιτεύχθηκαν στη Λευκορωσία, αναπτύσσοντας μαζί τους τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές σχέσεις.

Όπως εξήγησε στη RBTH ο διευθυντής του Κέντρου Διεθνούς Ασφάλειας του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Οικονομίας και Διεθνών Σχέσεων της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, Αλεξέι Αρμπάτοφ, οι εκλογές στις ΛΔ Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ πραγματοποιήθηκαν με το σύνθημα της «ανεξαρτησίας» και αυτό στάθηκε η αιτία να μην αναγνωριστούν τα αποτελέσματα των εκλογών από πλευράς Ρωσίας. «Στα συμφωνηθέντα στο Μινσκ -σημείωσε- ορίζεται ξεκάθαρα ότι και οι δυο περιοχές αποτελούν τμήμα της Ουκρανίας, έστω και με ειδικά δικαιώματα και μια ορισμένη αυτονομία». Ο ίδιος ανέφερε ότι η ακεραιότητα του κράτους και το ειδικό καθεστώς της περιοχής έχουν διατυπωθεί στο τρίτο και ένατο εδάφιο της συμφωνίας του Μινσκ και στη συνέχεια θα πρέπει να επικυρωθούν πλήρως με το νόμο για το ειδικό καθεστώς του Ντονμπάς (το σχετικό νομοσχέδιο κατατέθηκε στο ουκρανικό Κοινοβούλιο στις 18 Σεπτεμβρίου).

Επισήμανε τέλος, τη διαφορά ανάμεσα στην έκφραση «σεβασμού» για τις εκλογές και την «αναγνώριση» των νικητών σε αυτές ως νόμιμων ηγετών στις αυτοανακηρυχθείσες Δημοκρατίες. Ένα τέτοιο βήμα θα οδηγούσε σε οριστική ρήξη τις σχέσεις με την Ουκρανία και ύστερα από τα γεγονότα της Κριμαίας, η Μόσχα δεν θα προβεί σε αυτή την ενέργεια.
 
Top