Η Frankfurter Allgemeine Zeitung στέκεται στις προχθεσινές δηλώσεις της Άγκελα Μέρκελ από το Λονδίνο, με τις οποίες η γερμανίδα καγκελάριος επιχείρησε να βάλει φραγμό στην εικοτολογία περί ενδεχόμενης εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Όπως εκτιμά η αρθρογράφος, στόχος είναι να διατηρηθεί ζωντανή η πίστη των φορολογουμένων ότι η Ελλάδα «θα εξοφλήσει κάποια στιγμή τα δάνεια», τα οποία βαραίνουν πλέον κατά κύριο λόγο τους δημόσιους πιστωτές. Όπως υπογραμμίζεται, «το οικονομικό και πολιτικό κόστος μιας δεύτερης απομείωσης του ελληνικού χρέους, δηλαδή μιας κρατικής χρεοκοπίας, θα ήταν πολύ υψηλό. Η γερμανική κυβέρνηση θα έπρεπε να παραδεχθεί ότι εξαπάτησε τους ψηφοφόρους και ότι χάθηκαν πολλά χρήματα».

Η αρθρογράφος εκτιμά ότι «αν οι πιστωτές διατηρήσουν πράγματι τη σκληρή τους στάση απέναντι στα ελληνικά αιτήματα, θα επωμιστούν τον κίνδυνο οι Έλληνες, υπό μία κυβέρνηση Τσίπρα, να εγκαταλείψουν αγανακτισμένοι το ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση τα χρήματα των πιστωτών θα χάνονταν. Σε αυτό θα έρχονταν να προστεθούν και οι δύσκολα υπολογίσιμοι κίνδυνοι μετάδοσης, στους οποίους θα εκτίθονταν πιθανόν αυτή τη φορά η Ιταλία και η Γαλλία. (…) Και για αυτό το λόγο ενδέχεται η Μέρκελ να προέβη σε σαφείς δηλώσεις». Το σχόλιο εκτιμά ότι η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα επιμείνει σε περαιτέρω μείωση των δανειακών βαρών. Όπως σημειώνεται, «με κάθε παράταση (σ.σ. του χρόνου αποπληρωμής) καθίσταται σαφές στους πολίτες των χωρών-πιστωτών ότι κανείς δεν υπολογίζει σε εξόφληση». Το αποτέλεσμα θα ήταν, σύμφωνα με την αρθρογράφο, να δοθεί ώθηση στο ευρωσκεπτικιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και να αισθανθούν εξαπατημένες οι κυβερνήσεις των υπολοίπων χωρών της κρίσης, οι οποίες είχαν επιβάλει στους πολίτες τους την πλήρη τήρηση των δεσμεύσεων. «Οι δανειστές βρίσκονται σε δίλημμα», σημειώνει συμπερασματικά η FAZ.

«Ποτέ μη λες ποτέ»

Η εβδομαδιαία αριστερή εφημερίδα Der Freitag υπογραμμίζει το δύσκολο έργο της αναζήτησης συμμάχων για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού από τον ΣΥΡΙΖΑ, σε περίπτωση που το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα επικρατήσει στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου. Υπό τον τίτλο «Ποτέ μη λες ποτέ» εκτιμά ότι «αυτή τη φορά ο Αλέξης Τσίπρας έχει καλές πιθανότητες επιτυχίας, παρότι το προβάδισμά του έναντι του Σαμαρά συρρικνώθηκε (…), γεγονός που πυροδοτεί επιπλέον τον προεκλογικό αγώνα. Αυτός εξελίσσεται στο μεταξύ ως συνήθως. Η ελληνική κουλτούρα του διαλόγου περιορίζεται σε διαξιφισμούς και προτεταμένα στήθη. Η αντιπαράθεση επί της ουσίας απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό. Ίσως η προσφυγή στις κάλπες στις 25 Ιανουαρίου να μην είναι η τελευταία φέτος».

Η Die Welt του Βερολίνου κάνει λόγο για απόλυτη στασιμότητα στο ελληνικό ζήτημα ενόψει των βουλευτικών εκλογών. Όπως παρατηρεί ο αρθρογράφος, «στην πραγματικότητα ο δρόμος για την Ελλάδα ήταν ξεκάθαρος: περαιτέρω βοήθεια, χαλάρωση των όρων. Εξαιτίας των επικείμενων εκλογών δεν γίνεται τίποτα. Αυτό ενέχει ρίσκο». Η εφημερίδα επικαλείται διαπραγματευτικούς κύκλους των Βρυξελλών, οι οποίοι εκτιμούν ότι σε περίπτωση επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ «οι συζητήσεις θα ξεκινούσαν από την αρχή. Τα πάντα θα έπρεπε να τεθούν εκ νέου υπό διαπραγμάτευση. Παρότι ο Τσίπρας έχει εμφανιστεί σε συζητήσεις με ευρωπαϊκούς εκπροσώπους πολύ πιο διαλλακτικός έναντι των απαιτήσεων των Βρυξελλών, της Ουάσιγκτον και του Βερολίνου σε σχέση με τα όσα λέει στα μέσα ενημέρωσης, δεν θα μπορούσε -δεδομένων των εξαγγελιών του- να υιοθετήσει μία προς μία τις συμφωνίες που έχουν γίνει με τον Σαμαρά. Νέες, χρονοβόρες διαπραγματεύσεις θα ήταν απαραίτητες. (…) Στο Βερολίνο εκτιμάται ότι με τον Τσίπρα θα χαθούν περίπου έξι μήνες. Έξι σημαντικοί μήνες για την Ελλάδα και την ευρωζώνη».

Θα αναγκαστεί να διαπραγματευτεί με τον Τσίπρα

Οι διαβεβαιώσεις Μέρκελ αποτελούν τη λογική συνέχεια της στρατηγικής που ακολουθεί τα τελευταία πέντε χρόνια «για να φέρει τους Έλληνες στο δρόμο της αρετής, με ένα μείγμα πολιτικής του μαστιγίου και του καρότου, οικονομική στήριξη έναντι οικονομικών μεταρρυθμίσεων, ή, σύμφωνα με τις δικές της λέξεις, αλληλεγγύη έναντι , στρατηγική που κινδυνεύει, εάν ο Αλέξης Τσίπρας κερδίσει τις εκλογές», παρατηρεί η εφημερίδα Süddeutsche Zeitung του Μονάχου.
Άρα, η συνέπεια τυχόν αθέτησης των υποχρεώσεων της Αθήνας θα ήταν η διακοπή κάθε βοήθειας προς την Ελλάδα και έξοδός της από την ευρωζώνη. Ο αρθρογράφος επιχειρεί ωστόσο να στοιχειοθετήσει τους λόγους που θεωρεί ότι θα αναγκάσουν την Άγκελα Μέρκελ να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον Αλέξη Τσίπρα και να διαπραγματευτεί. «Αν και ορισμένοι κυβερνητικοί υπάλληλοι πολύ θα ήθελαν μέσω δημοσιευμάτων του τύπου να δείξουν στην Αθήνα τα μέσα βασανισμού που διαθέτουν (σε περίπτωση αθέτησης των υπεσχημένων), πιθανή έξοδος της Ελλάδα από το ευρώ θα ήταν για την καγκελάριο η μεγαλύτερη πολιτική ήττα της θητείας της, γιατί», όπως σημειώνει ο αρθρογράφος, «θα ισοδυναμούσε με ομολογία αποτυχία της πολιτικής της, που ίσως να ήταν εξ αρχής λανθασμένη». Η εφημερίδα υποστηρίζει ότι αυτό δεν θα ήταν το χειρότερο. «Το χειρότερο θα ήταν ότι έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα σήμαινε πιθανότητα και χρεοκοπία της χώρας. Σε αυτήν την περίπτωση η Μέρκελ θα έπρεπε να απευθυνθεί στη Βουλή και να παραδεχθεί ενώπιον των βουλευτών ότι παρά τις διαβεβαιώσεις της περί του αντιθέτου, ένα μεγάλο τμήμα των γερμανικών πιστώσεων προς την Αθήνα θα χάνονταν που θα σήμαινε απώλειες ύψους πολλών δις ευρώ για τους Γερμανούς φορολογούμενους. Θα ήταν μια μέρα γιορτής για το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα «Εναλλακτική Επιλογή για τη Γερμανία» (AfD) και το Pegida (Ευρωπαίοι Πατριώτες κατά του Εξισλαμισμού της Δύσης)».

Γερμανοί: να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις


Η αγωνία των Γερμανών για τις εξελίξεις στην Ελλάδα και το ενδεχόμενο επιστροφής της οικονομικής και δημοσιονομική κρίσης καταγράφεται σε δημοσκόπηση που έγινε για λογαριασμό του πρώτου δημόσιου καναλιού ARD. Το 61% των ερωτηθέντων απάντησε θετικά, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ανάμεσα στους οπαδούς του ευρωφοβικού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία», είναι πολύ υψηλότερο και αγγίζει το 86%. Μια συντριπτική πλειοψηφία του 80% υποστήριξε ότι το Βερολίνο θα πρέπει να ενεργοποιηθεί, ώστε η νέα ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, μάλιστα το 61% των ερωτηθέντων τάχθηκε υπέρ της αποχώρησης της χώρας από την ευρωζώνη σε περίπτωση αθέτησης των συμπεφωνημένων μεταρρυθμίσεων. Το 53% πιστεύει ότι μια τέτοια εξέλιξη θα είχε λιγότερο δραματικές επιπτώσεις από ότι πριν από λίγα χρόνια.

Στη δημοσκόπηση τέθηκε και το ερώτημα περί κουρέματος του χρέους. Ποσοστό του 68% απέρριψε μια τέτοια διευκόλυνση, ενώ το 28% το θεωρεί ως ένα αποδεκτό ενδεχόμενο.

Πρώτο στις προτιμήσεις των Γερμανών ψηφοφόρων παραμένει το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) με 41%, ενώ ο πιο δημοφιλής πολιτικός είναι ο υπουργός Εξωτερικών Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) με την καγκελάριο στη δεύτερη θέση και με ενισχυμένη τη δημοτικότητά της. Στην τρίτη θέση ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
 
Top