Ένας παλαιοχρυσαυγίτης πετυχαίνει ένα λυχνάρι στο πατάρι του παππού του, κι όπως το πιάνει βγαίνει από μέσα ένα τζίνι, καταχαρούμενο:
«Εφέντη μ', μ' ελευθέρωσες μετά από τόσα χρόνια κλεισμένο εδώ μέσα! πες μου μια επιθυμία σου και θα πραγματοποιηθεί άμεσα!»
«Εε...ξέρεις, πρόσφατα πέθανε η μάνα μου που την υπεραγαπούσα, μήπως μπορείς να μου τη φέρεις πίσω;»
«Εχμμ...ξέρεις σ' ευγνωμονώ, θα το 'θελα πολύ, μακάρι να μπορούσα, αλλά...ν' αναστήσω και νεκρούς, μάλλον δύσκολο...δε μου ζητάς κάτι άλλο;»
«Καλά 'ντάξει τότε, θέλω να κάνεις όλους τους παλαιοχρυσαυγίτες να είναι τρομερά μορφωμένοι σε όλα τα επίπεδα»
«Εεεε...πώς είπες πως λέγανε τη μάνα σου;»
«Εφέντη μ', μ' ελευθέρωσες μετά από τόσα χρόνια κλεισμένο εδώ μέσα! πες μου μια επιθυμία σου και θα πραγματοποιηθεί άμεσα!»
«Εε...ξέρεις, πρόσφατα πέθανε η μάνα μου που την υπεραγαπούσα, μήπως μπορείς να μου τη φέρεις πίσω;»
«Εχμμ...ξέρεις σ' ευγνωμονώ, θα το 'θελα πολύ, μακάρι να μπορούσα, αλλά...ν' αναστήσω και νεκρούς, μάλλον δύσκολο...δε μου ζητάς κάτι άλλο;»
«Καλά 'ντάξει τότε, θέλω να κάνεις όλους τους παλαιοχρυσαυγίτες να είναι τρομερά μορφωμένοι σε όλα τα επίπεδα»
«Εεεε...πώς είπες πως λέγανε τη μάνα σου;»