Τις τελευταίες ημέρες κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο (αλλά και στη τηλεόραση, από κάποιους "δημοσιογράφαρους" που διατείνονται πως δημοσιοποιούν αλήθειες που κρύβουν «οι άλλοι») κάποιες φωτογραφίες από άρθρο με δήθεν δηλώσεις του κ. Στεφανόπουλου από συνέντευξη σε επίσκεψή του στην Αλβανία και σύμφωνα με τις οποίες : « Ο κ. Στεφανόπουλος παρατήρησε επίσης ότι "για πρώτη φορά έθεσε με τέτοια ένταση» ο κ. Μοϊσίου θέμα Τσάμηδων, αναφέροντας απο την ελληνική ιστορία το παράδειγμα των γερμανικών αποζημιώσεων απο τις οποίες, όπως είπε, η Ελλάδα παραιτήθηκε χάριν του συμφέροντος της χώρας και των καλών της σχέσεων της με τη Γερμανία".»

Και όλα αυτά τα είπε (και καλά) στον Ράμα που τότε ήταν απλά.....δήμαρχος.....


Παραθέτουμε όλη τη συνέντευξη όπως τη βρήκαμε στην ιστοσελίδα τη Προεδρίας της Δημοκρατίας:

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2004 | Συνεντεύξεις (δείτε τις ημερομηνίες)

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, μια ομάδα δημοσιογράφων του τηλεοπτικού σταθμού «TV VIZION PLUS» ήταν στη Δρόβιανη, ένα χωριό της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία. Οι κάτοικοί της λένε ότι το χωριό τους είναι το χωριό καταγωγής σας. Πότε μάθατε για τη σχέση σας αυτή με την Αλβανία;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Tην ξέρω από παιδί. Γιατί στο σπίτι μας γινόταν μεγάλη συζήτηση για τη Δρόβιανη. Ζούσε ακόμη η γιαγιά μου, η οποία δεν είχε γεννηθεί στη Δρόβιανη, αλλά ήταν κόρη του Δροβιανίτη Σπυρίδωνος Πράτσικα. Αυτό ήταν το όνομά του. Είχε έρθει στην Πάτρα μαζί με τα αδέλφια του, το 1829, είχαν εγκατασταθεί εκεί και υπήρχε η συνέχεια της οικογενείας και με άλλους, οι οποίοι είχαν διατηρήσει το επώνυμο Πράτσικα, ενώ η γιαγιά μου παντρεύτηκε έναν άλλο και έχασε το επώνυμό της και συνεπώς γνωρίζω αυτή την καταγωγή και αυτή την ιστορία από πολύ-πολύ παλιά.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, είχατε ποτέ σκεφθεί ότι θα καταφέρνατε κάποια στιγμή να επισκεφθείτε το χωριό της καταγωγής σας;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ομολογώ ότι ήταν πάρα πολύ δύσκολο τότε να πραγματοποιήσω μια επίσκεψη, την οποία πάντοτε επιθυμούσα. Αλλά και κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πότε θα επέλθει το τέλος του ψυχρού πολέμου και της πολιτικής καταστάσεως, που επικρατούσε τότε στην Ευρώπη. Αλλά, το βέβαιο τώρα είναι ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα και μπορώ με μεγάλη ευχαρίστηση να επισκεφθώ τη Δρόβιανη.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πραγματοποιείτε, κύριε Πρόεδρε, τη δεύτερη επίσκεψή σας στην Αλβανία στις 18 τρέχοντος μηνός. Η επίσκεψή σας γίνεται δύο περίπου μήνες αφότου ξέσπασε στην Ελλάδα ένα κύμα βίας εναντίον των Αλβανών, που άφησε πίσω του έναν εικοσάχρονο νεκρό.

Χρόνια τώρα, οι πολιτικοί των δύο χωρών ένθεν και ένθεν των συνόρων κάνουν λόγο για άριστες σχέσεις. Δεν νομίζετε ότι αρκεί ένας ποδοσφαιρικός αγώνας για να βγάλει στην επιφάνεια τα παλαιά βαλκανικά πάθη;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ότι οι σχέσεις των δύο χωρών είναι άριστες καμία αμφιβολία δεν μπορεί να υπάρξει. Από την επίσκεψή μου, του 1996, μέχρι σήμερα έχει επέλθει πολύ μεγάλη πρόοδος, οι σχέσεις αυτές έχουν αναπτυχθεί, οι επενδύσεις οι ελληνικές εκεί έχουν πολλαπλασιασθεί και χωρίς αμφιβολία η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για κρίση.

Δυστυχώς, το ποδόσφαιρο, όχι μόνο σε συναντήσεις μεταξύ εθνικών ομάδων διαφόρων κρατών, αλλά και σε συναντήσεις μεταξύ ομάδων του ιδίου κράτους δημιουργούνται πάρα πολλές φορές απαράδεκτα φαινόμενα φανατισμού και βίας, τα οποία είναι καταδικαστέα κατά τον πιο έντονο τρόπο.

Αυτό συνέβη και μετά τη συνάντηση των ποδοσφαιρικών ομάδων Ελλάδος και Αλβανίας. Καταδικάστηκαν αυτά τα γεγονότα, όχι απλώς από το σύνολο του Ελληνικού Τύπου, όχι μόνο από τις πολιτικές δυνάμεις και τους πολιτικούς αρχηγούς, αλλά από όλους τους ανθρώπους, πλην εκείνων που δρουν και σκέπτονται φανατικά. Εξέφρασα και εγώ και όλοι μας τη λύπη μας γι’αυτή τη σκληρή και αποτρόπαια και απαράδεκτη δολοφονία και την καταδικάσαμε εντονότατα, που συνέβη στη Ζάκυνθο από έναν – όπως φαίνεται – ψυχοπαθή. Δεν είναι δικαιολογία αυτή, αλλά φαίνεται ότι ήταν ψυχοπαθής, αυτός ο οποίος έκανε το φοβερό αυτό έγκλημα.

Πιστεύω ότι αυτά τα μεμονωμένα περιστατικά – άλλωστε δεν έγιναν συγκρούσεις, έγιναν μερικές συναντήσεις φανατικών εκατέρωθεν, οι οποίες κατέληξαν σε κυνήγημα στους δρόμους. Πιστεύω ότι αυτές οι εμφανίσεις φανατισμού, αποτελούν μεμονωμένα γεγονότα, χωρίς καμία αξία, τα οποία δεν πρόκειται να διαταράξουν, όπως και δεν διατάραξαν καθόλου τις ελληνοαλβανικές σχέσεις.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η προηγούμενη επίσκεψή σας, κύριε Πρόεδρε, στην Αλβανία ήταν τον Μάρτιο του 1996, όταν υπεγράφη το Σύμφωνο Φιλίας, επί Προεδρίας τότε του κυρίου Μπερίσα.

Ήθελα να σας ερωτήσω, πώς φθάσατε στην υπογραφή του κειμένου αυτού, έχοντας υπόψη ότι λίγους μήνες νωρίτερα οι σχέσεις μεταξύ Τιράνων και Αθηνών είχαν οξυνθεί πάρα πολύ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θυμάμαι με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση την επίσκεψή μου στην Αλβανία επί Προεδρίας του κυρίου Μπερίσα, τον οποίον εκτιμώ και με πολύ μεγάλη χαρά θα τον ξαναδώ.

Και αυτό το Σύμφωνο Φιλίας ήταν ένα πολύ σπουδαίο κείμενο, το οποίο αποτέλεσε και αποτελεί, έκτοτε, τη βάση των σχέσεων των δύο χωρών μας. Το κείμενο υπεγράφη – μετά από συνεννοήσεις βεβαίως, δεν άρχισαν και τέλειωσαν οι συνεννοήσεις μόνον στα Τίρανα, είχαν ήδη αρχίσει συνεννοήσεις μεταξύ Τιράνων και Αθηνών – διότι κατάλαβαν και οι δύο χώρες ότι το συμφέρον τους ήταν να οριστικοποιήσουν καλές και φιλικές σχέσεις μεταξύ τους.

Συνεπώς, ήδη η επίσκεψή μου θα προχωρήσει περαιτέρω αυτό το Σύμφωνο Φιλίας σε ακόμη μεγαλύτερη έκταση και θα περιλάβει ακόμη περισσότερα θέματα απ’ότι είχε τότε.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Διαβλέπετε τον κίνδυνο, κύριε Πρόεδρε, να επανεμφανισθούν διαφορές σαν εκείνες της περιόδου 1994-95;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ:Δεν υπάρχει καμία τέτοια περίπτωση. Το κλίμα είναι διαφορετικό, ο χρόνος άλλαξε. Σήμερα, η Αλβανία προσβλέπει στην ευρωπαϊκή της ένταξη, η Ελλάδα βοηθάει την Αλβανία προς αυτή την κατεύθυνση, οι περιστάσεις έχουν εξ ολοκλήρου μεταβληθεί. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση επαναλήψεως αυτών των γεγονότων.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Οι πολιτικοί των δύο χωρών, κύριε Πρόεδρε, δηλώνουν ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών είναι πλέον εδραιωμένες. Τι νομίζετε ότι τις καθιστά τέτοιες τις σχέσεις αυτές;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καταρχήν, η αμοιβαία πολιτική βούληση. Και οι δύο κυβερνήσεις και τα δύο κράτη, γιατί όχι και οι δύο λαοί, επιθυμούν την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων.

Δεύτερον, το κοινό συμφέρον. Υπάρχει κοινό συμφέρον και στις δύο χώρες οι σχέσεις να βελτιώνονται συνεχώς και να επιτύχουν ένα επίπεδο όσο το δυνατόν υψηλότερο μεταξύ των δύο χωρών.

Και τρίτον, η ευρωπαϊκή προοπτική, η οποία – όπως είπα και προηγουμένως – θα οδηγήσει και την Αλβανία κάποια στιγμή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, συνεπώς, θα αποκλείσει οποιαδήποτε περιστατικά του παρελθόντος, τα οποία με κανένα τρόπο δεν θέλουμε ούτε να επαναφέρουμε στη μνήμη μας, ούτε να επηρεάσουν τις σχέσεις μας.

Δεν πρέπει δε να λησμονά κανείς και την παρουσία της ελληνικής μειονότητος στην Αλβανία και την παρουσία μεγάλου αριθμού Αλβανών στην Ελλάδα, γιατί αυτά τα δύο γεγονότα συνιστούν και συγκροτούν ισχυρούς κρίκους στο δεσμό της φιλίας των δύο χωρών.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πριν από ένα χρόνο περίπου, διεξήχθη στην Αλβανική Βουλή μια ευρεία συζήτηση για τον λεγόμενο «Νόμο του Εμπολέμου» μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας. Οι κύριοι Νάνο και Μπερίσα δήλωσαν ότι ο νόμος αυτός είναι πλέον ξεπερασμένος.

Ήθελα να ερωτήσω εάν βρίσκεται σε ισχύ ακόμη το βασιλικό διάταγμα για τη συντηρητική κατάσχεση των περιουσιών των Αλβανών πολιτών στην Ελλάδα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η εμπόλεμη κατάσταση έχει τελειώσει από το 1987 και πολύ καλά απήντησαν οι Αλβανοί πολιτικοί στο Αλβανικό Κοινοβούλιο ότι δεν υπάρχει πια κάτι τέτοιο. Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία ανεκοινώθη στο Αλβανικό Κοινοβούλιο, κάθε εμπόλεμη κατάσταση κατηργήθη οριστικώς και δεν υπάρχει πλέον.

Υπάρχει ακόμη αυτό το θέμα, το οποίο εθίξατε, της μεσεγγυήσεως των αλβανικών περιουσιών, το οποίο δεν έχει ακόμη ρυθμιστεί και φαντάζομαι πως σύντομα θα βρει και αυτό μια λύση, η οποία – φαντάζομαι – ότι προσκρούει μόνο σε οικονομικά προβλήματα και όχι σε προβλήματα εξωτερικής πολιτικής.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Στο Σύμφωνο Φιλίας, που υπογράψατε με τον κύριο Μπερίσα, κύριε Πρόεδρε, προβλέπεται η αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών κατά περίπτωση. Υπάρχει στην Αλβανία μία κοινότητα, η οποία προσδοκά στην απόκτηση κάποιων περιουσιών. Τι σκοπεύετε να κάνετε γι’αυτό;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ:Ποια κοινότητα εννοείτε;

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ:Γίνεται λόγος για την κοινότητα των Τσάμηδων.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτό είναι ένα πρόβλημα, το οποίο έχει λυθεί οριστικά – δεν νομίζω ότι χρειάζεται να το συζητήσουμε – εδώ και πολλά χρόνια. Και εν πάση περιπτώσει δεν είναι θέμα μιας τηλεοπτικής συνεντεύξεως για να το συζητήσουμε.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η πρώτη σας επίσκεψη πριν 8 χρόνια στην Αλβανία, έφερε μια ριζική αλλαγή στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Το Σύμφωνο Φιλίας ακολούθησαν σειρά συμφωνιών και επαφών σε όλους τους τομείς. Τι αναμένεται να φέρει η επικείμενη επίσκεψή σας της 18ηςΟκτωβρίου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήδη, περίπου τα είπα και εγώ όλα αυτά, λέγοντας ότι από την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας μέχρι σήμερα έχουν επέλθει πολλές μεταβολές, οι οποίες έχουν βελτιώσει και ενισχύσει τις σχέσεις μας. Και επενδύσεις και επισκέψεις και ανταλλαγές επισκέψεων και απόψεων. Χωρίς καμιά αμφιβολία οι σχέσεις μας – επαναλαμβάνω άλλη μια φορά – είναι πολύ υψηλού επιπέδου.

Παρά ταύτα, πάντοτε υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Και δεν επισκέπτομαι μόνο την Αλβανία, επισκέπτομαι και άλλες φιλικές χώρες. Μόλις χθες επέστρεψα από μία επίσκεψη στη Βουλγαρία, με την οποία επίσης έχουμε άριστες σχέσεις και πολύ στενούς δεσμούς και προσπαθήσαμε να βρούμε τρόπους βελτιώσεως περαιτέρω των σχέσεων αυτών. Αυτό θα επιχειρήσω και στην Αλβανία, να βρούμε τρόπους περαιτέρω συνεργασίας και αναπτύξεως των σχέσεών μας.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ:Κύριε Πρόεδρε, η Αλβανία θεωρεί την Ελλάδα ως στρατηγικό εταίρο. Συμβαίνει το ίδιο και στην Ελλάδα, όσον αφορά την εξωτερική της πολιτική προς την Αλβανία;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ:Ασφαλώς συμβαίνει. Άλλωστε, τι σημαίνει «στρατηγικός εταίρος»; Σημαίνει ένας εταίρος, για τον οποίον έχει κανείς μεγάλο ενδιαφέρον, εξαιρετικό ενδιαφέρον και αποδίδει πολύ μεγάλη σημασία στις σχέσεις του μ’αυτόν. Αυτό ισχύει και για την Αλβανία και για την Ελλάδα και αμοιβαίως τα αισθήματά τους είναι τέτοια, που να οδηγήσουν πράγματι σε ένα τόσο υψηλό επίπεδο σχέσεων. Οι σχέσεις είναι υψίστης σημασίας για τις δύο χώρες. Άρα, καλώς λέγονται σχέσεις στρατηγικού εταίρου.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Υπάρχει στην Αλβανία, κύριε Πρόεδρε, η ελληνική μειονότητα. Ήθελα να σας ερωτήσω τι γνωρίζετε για την παρουσία της εκεί και για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτό το οποίο πιστεύω ακραδάντως είναι ότι πρέπει να πάψουμε να κατεχόμεθα αμοιβαίως από καχυποψία, από φόβους, από ανασφάλεια ή από ο,τιδήποτε άλλο που ενοχλεί τις σχέσεις μας και, συνεπώς, ενοχλεί και την ελληνική μειονότητα ή τους Αλβανούς έναντι της ελληνικής μειονότητος.

Δεν υπάρχει τίποτα που να εμποδίζει την ανάπτυξη όλων των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν στην ελληνική μειονότητα να λειτουργήσει σαν ένας πρόσθετος δεσμός μεταξύ των δύο χωρών.

Είμαι δε βέβαιος ότι όλα αυτά θα διευκολυνθούν από τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις, οι οποίες προβλέπουν τα δικαιώματα των μειονοτήτων, οπότε αρκεί η εφαρμογή των διατάξεων αυτών των συμβάσεων για να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα. Όπως είμαι βέβαιος, ότι δεν θα υπάρξει στο μέλλον, με την περαιτέρω βελτίωση των σχέσεών μας.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η Αλβανία, κύριε Πρόεδρε, όπως γνωρίζετε, είναι μία πολυθρησκευτική χώρα, όπου η πλειονότητα είναι μουσουλμανικής καταγωγής. Πώς σχολιάζετε τις φωνές που εμφανίζουν την Αλβανία ως μία ισλαμική χώρα;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το να λέει κανείς ότι μία χώρα είναι ισλαμική δεν είναι κατηγορία, δεν είναι τίποτα το υποτιμητικό. Είναι μία διαπίστωση. Αλλά, βεβαίως, όπως είπατε πολύ σωστά, η Αλβανία είναι πολυ-θρησκευτική χώρα, έχει χριστιανούς και μουσουλμάνους, έχει ορθοδόξους και καθολικούς, έχει δεν ξέρω ποιες άλλες κατηγορίες θρησκευομένων ανθρώπων. Δεν μπορεί κανείς να την κατηγορήσει ως ισλαμική χώρα, υπό την έννοια την οποία σήμερα έχει πάρει αυτός ο όρος, δηλαδή της φανατικά θρησκευτικής χώρας. Κάθε άλλο. Η Αλβανία δεν είναι φανατικά θρησκευομένη χώρα, δείχνει μεγάλη ανοχή σε όλες τις θρησκείες και εκκλησίες που υπάρχουν και, συνεπώς, εκπληρώνει αυτή την προϋπόθεση για να θεωρηθεί μία σύγχρονη, δημοκρατική και ευρωπαϊκή χώρα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να επιμείνουμε περισσότερο σ’αυτό το θέμα.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Όλοι πλέον, κύριε Πρόεδρε, είναι της απόψεως ότι το Ψήφισμα 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι πλέον ξεπερασμένο. Θεωρείτε ότι το Κόσσοβο θα μπορούσε να αποτελέσει το νέο κράτος στα Βαλκάνια;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα μου επιτρέψετε να πω ότι δεν είναι ξεπερασμένο το Ψήφισμα 1244, αλλά αντιθέτως είναι εν ισχύι. Κανείς δεν το έχει καταργήσει και όλα τα ευρωπαϊκά κράτη δέχονται ότι εξακολουθεί να είναι ενεργό. Βεβαίως, υπάρχει μία εκκρεμότης στο Κόσσοβο, η οποία έχει επιχειρηθεί ήδη να λυθεί με τις συζητήσεις που άρχισαν μεταξύ Σερβίας και των εκπροσώπων του Κοσσόβου, οι οποίες – δυστυχώς – δεν κατέληξαν. Αυτό όμως, δεν σημαίνει τίποτα.

Κάποια στιγμή θα υπάρξουν οριστικές αποφάσεις, αφού όπως έχει ειπωθεί θα πρέπει πρώτα να επιτευχθούν ορισμένες προϋποθέσεις και μετά να υπάρξει απόφαση για το καθεστώς, για το status, το οποίο θα επικρατεί στο Κόσσοβο. Αλλά, πρέπει πρώτα να υπάρξουν ορισμένες προϋποθέσεις: ειρήνης, συνεργασίας μεταξύ των κατοίκων του Κοσσόβου, εκδημοκρατισμού της περιοχής και όλα αυτά θα διευκολύνουν τη λήψη μιας οριστικής αποφάσεως.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε, για τη συνέντευξη και για την παρουσία σας στο κανάλι μας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θεωρώ ότι είναι μεγάλη ευκαιρία για μένα να απευθυνθώ στον Αλβανικό λαό και να του πω άλλη μία φορά ότι τα αισθήματα του κράτους του Ελληνικού, αλλά και του Ελληνικού λαού απέναντι της Αλβανίας και του λαού της είναι απολύτως ειλικρινή. Ότι η επιθυμία για την οριστική ανάπτυξη των σχέσεών μας είναι δεδομένη, αποτελεί πολιτική του κράτους μας, επιθυμία του λαού μας και είμαι βέβαιος ότι αντίστοιχα θα αναπτυχθούν και τα αισθήματα των Αλβανών και του Αλβανικού κράτους και αυτή την πολιτική τη χαρακτηρίζετε πολύ σωστά ως πολιτική ενός «στρατηγικού εταίρου».

Δεν υπάρχει τίποτα που να εμποδίζει τις σχέσεις μας. Πρέπει να αποβάλουμε ο,τιδήποτε υπήρχε στο παρελθόν. Τώρα πρέπει να κοιτάμε μόνο μπροστά και να ξεχάσουμε ό,τι συνέβη άλλοτε. Το παρελθόν δεν μπορεί να επηρεάζει τις σημερινές μας σχέσεις. Οι σημερινές μας σχέσεις οδηγούν προς την κατεύθυνση που επιθυμούν τα δύο κράτη και όπου οδηγεί και το συμφέρον των δύο κρατών.-
 
Top